οδοντοτεχνία

οδοντοτεχνία
η зубоврачебная техника

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οδοντοτεχνία" в других словарях:

  • οδοντοτεχνία — οδοντοτεχνία, η και οδοντοτεχνική, η η τέχνη της κατασκευής τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντοτεχνία — η [οδοντοτέχνης] η τέχνη τής κατασκευής τεχνητών δοντιών ή οδοντοστοιχιών, η τέχνη τού οδοντοτεχνίτη …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτεχνικός — ή, ό [οδοντοτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία ή στον οδοντοτεχνίτη 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοτεχνική η τέχνη τής κατασκευής από ειδικό υλικό τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών, αλλ. οδοντοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»